- ἀκατάτακτος
- ἀκατά-τακτος, ον,A not reduced to order, Procl.in Prm.p.560S.; abstract, Ps.-Alex.Aphr.in SE38.13.II unclassified, of sources of income, BCH6.14 (Delos, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκατάτακτος — not reduced to order masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάτακτος — η, ο (Α ἀκατάτακτος, ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) [κατατάσσω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσει νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ. 2. ο ατακτοποίητος «ακατάτακτος… … Dictionary of Greek
ἀκατατάκτως — ἀκατάτακτος not reduced to order adverbial ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάτακτον — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc sg ἀκατάτακτος not reduced to order neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατατάκτου — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατατάκτους — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατατάκτων — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατατάκτῳ — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάτακτα — ἀκατάτακτος not reduced to order neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)